Το όνομά προέρχεται, μάλλον, από το αρχαιοελληνικό «πανδούρα». Παίζεται στον ελλαδικό χώρο από παλιά, αποτελώντας στοιχείο του ελληνικού μουσικού πολιτισμού. Σταδιακά σχεδόν εξαφανίζεται από τι ορχήστρες παραδοσιακής μουσικής. Σύμφωνα με διηγήσεις, ήταν το \”εθνικό όργανο\” των Σουλιωτών και έχει μείνει ονομαστός ο \”ταμπουράς του Μπότσαρη\” (Κίτσου), ο «ταμπουράς του Μακρυγιάννη», κ.τ.λ.
Είναι όργανο λαουτοειδές, της οικογένειας των ταμπουράδων με μακρύ βραχίονα. Τα όργανα της οικογένειας αυτής συναντώνται σε πολλές παραλλαγές σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια. Στη σημερινή του μορφή είναι τρίχορδο όργανο. Έχει δυο διπλές μεταλλικές χορδές και μια τριπλή. Το καπάκι είναι ξύλινο. Το ηχείο κατασκευάζεται και αυτό από ξύλο, συνήθως μαόνι, κελεμπέκι και μουριά, και είναι σκαφτό ή με ντούγες. Ο βραχίονας είναι μακρύς με μετακινούμενους μπερντέδες. Τα πιο συνηθισμένα κουρδίσματα είναι: ΛΑ – ΡΕ – ΣΟΛ και ΛΑ-ΡΕ-ΜΙ. Ο ταμπουράς σαν μην συγκερασμένο όργανο μπορεί να εκτελεί και διαστήματα που αντιστοιχούν σε κλάσματα του ημιτονίου και έτσι μπορεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της Βυζαντινής και παραδοσιακής Μουσικής.
Συναντάται σε Ελλάδα, Αρμενία, Συρία, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Κουρδιστάν, Ουζμπεκιστάν με μικρές παραλλαγές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικές και λαϊκές μουσικές παραδόσεις.